πασσάλου

πασσάλου
πάσσαλος
peg
masc gen sg
πασσαλόω
furnish with pegs
pres imperat act 2nd sg
πασσαλόω
furnish with pegs
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • χείμαρος — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερού αρχ. πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • ωμοχάραξ — ὁ ή ἡ, Μ είδος πασσάλου κατάλληλου για την υποστήριξη τών κλημάτων αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος «το κάτω από την κορυφή τμήμα» + χάραξ] …   Dictionary of Greek

  • παττάλου — πάσσαλος peg masc gen sg (attic) πασσάλου , πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”